- κουτάβι
- το1. σκυλάκι.2. ο άνθρωπος που υστερεί σε μόρφωση, άπειρος, απονήρευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουτάβι — το (Μ κουτάβι[ν]) 1. το νεογνό τού σκύλου 2. (κατ επέκτ.) το νεογνό λύκου ή αλεπούς νεοελλ. 1. άνθρωπος πνευματικά καθυστερημένος ή αμόρφωτος ή άβγαλτος, απονήρευτος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κοττάβιον (υποκορ. τού… … Dictionary of Greek
κουταβάκι — το [κουτάβι] υποκορ. τού κουτάβι … Dictionary of Greek
κούταβος — ο 1. μεγάλο κουτάβι 2. κοίλωμα, αβαθής υγρή έκταση, εκτεταμένο έλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. 1.< κουτάβι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κάλαθ ος, κόμματ ος)] … Dictionary of Greek
κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… … Dictionary of Greek
κουλούκι — το (Μ κουλούκι[ν]) το νεογνό τού σκυλιού ή τής αρκούδας, κουτάβι ή αρκουδάκι νεοελλ. 1. νόθο παιδί 2. τυφλός 3. υπολείμματα φύλλων καπνού μσν. (υβριστικά) ανόητος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυλάκιον, με κώφωση < σκυλάκιον, με αποκοπή τού… … Dictionary of Greek
κουτούκι — το 1. μικρή και συνήθως υπόγεια λαϊκή ταβέρνα 2. χοντρό απελέκητο ξύλο, κούτσουρο 3. καμένο κούτσουρο ελιάς 4. τυφλός, στραβός 5. κουτάβι 6. σχοινί με το οποίο δένουν το πλοίο από την πρύμνη στην ακτή 7. φρ. «έγινε κουτούκι στο μεθύσι» ήπιε πολύ… … Dictionary of Greek
κυνίδιον — κυνίδιον, τὸ (Α) [κύων] σκυλάκι, κουτάβι … Dictionary of Greek
κυνιδεύς — κυνιδεύς, ὁ (Α) σκυλάκι, κουτάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
περισκυλακισμός — ὁ, Α εξιλαστήρια και καθαρτήρια εορτή προς τιμήν τής Εκάτης, κατά την οποία θυσιαζόταν και περιφερόταν νεαρός σκύλος και γινόταν καθαρμός τών σπιτιών και καύση τών απορριμμάτων μπροστά στο άγαλμα τής θεάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκύλαξ, ακος… … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek